Αρέτσο

Αρέτσο
(Arezzo). Πόλη (91.700 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στην περιοχή της Τοσκάνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ακμαία ετρουσκική και αργότερα ρωμαϊκή πόλη, στον Μεσαίωνα υποστήριξε τους Γιβελίνους και πολέμησε με τη Φλωρεντία, στην εξουσία της οποίας πέρασε τελικά (14ος αι.) και από τότε άρχισε η παρακμή της. Υπήρξε πατρίδα πολλών επιφανών ανδρών, μεταξύ των οποίων ο Πετράρχης, ο Αρετίνος και ο Τζόρτζιο Βαζάρι. Ο παλαιότερος οικοδομικός πυρήνας της πόλης έχει ημικυκλικό σχήμα, με δρόμους που συγκλίνουν προς τη μητρόπολη, οικοδόμημα γοτθικού ρυθμού του 13ου και 14ου αι. Πλούσιες σε έργα τέχνης είναι η ρομανικού ρυθμού Πιέβε ντι Σάντα Μαρία και η γοτθική εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου με τις τοιχογραφίες του Θρύλου της Σταυρώσεως, ενός από τα αριστουργήματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα. Σημαντικά μνημεία είναι η Σάντα Μαρία ντέλα Γκράτσιε και το Μέγαρο της Αδελφότητας των Λαϊκών. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συλλογές ετρουσκικών και ρωμαϊκών αρχαιολογικών ευρημάτων του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης και οι συλλογές έργων ζωγραφικής και γλυπτικής της πινακοθήκης και του μουσείου μεσαιωνικής τέχνης. Άποψη της ιταλικής πόλης Αρέτσο, όπου δεσπόζει η γοτθικού ρυθμού μητρόπολη του 13ου – 14ου αι. (φωτ. Igda). Από τα σπουδαιότερα οικοδομήματα της πόλης Αρέτσο, η Πιέβε ντι Σάντα Μαρία και τα μέγαρα των Δικαστηρίων και της Αδελφότητας των Λαϊκών (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γκουίντο ντ’ Αρέτσο — (Guido d’ Arezzo, Αρέτσο ή Παρίσι 990; – Αβελάνο 1050). Ιταλός θεωρητικός της μουσικής. Μοναχός στο αβαείο της Πομπόζα, κοντά στη Φεράρα, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι εξαιτίας των νέων μουσικών θεωριών του, που δημιούργησαν την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα — (Piero della Francesca και σωστότεραde’ Franceschi, Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο, Αρέτσο μεταξύ 1415 και 1420 – 1492). Ιταλός ζωγράφος, ένας από τους πρωταγωνιστές της Αναγέννησης και τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες των αιώνων. Διαμορφώθηκε στη Φλωρεντία,… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • σολφέζ — (Μουσ.). Μέθοδος μουσικής ανάγνωσης, που συνίσταται στο να διακρίνονται ακουστικά οι ρυθμικές και μελωδικές αξίες των φθόγγων (νότα). Απαραίτητο στη μουσική διδασκαλία, το σ. που σήμερα χρησιμοποιεί τη συλλαβική σημειογραφία στις λατινόγλωσσες… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… …   Dictionary of Greek

  • σημειογραφία — Στη μουσική, η γραφική παράσταση των ήχων, δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της μουσικής σκέψης. Η ανάγκη αυτή προκάλεσε, στο πέρασμα του χρόνου, την εμφάνιση πολλών συστημάτων σ., που έπειτα ενώθηκαν στην παγκόσμια αποδοχή του πεντα γραμμικού συστήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”